απειλώ

απειλώ
(I)
ἀπειλῶ (-έω) (Α)
1. κρατώ μακριά, απομακρύνω βίαια
2. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω
3. παθ. α) πέφτω σε στενοχώρια
β) συνωθούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)* + ειλέω (Ι) «συγκεντρώνω, πιέζω»].
————————
(II)
(AM ἀπειλῶ, -έω)
εκφοβίζω, φοβερίζω
νεοελλ.
παθ. επίκειμαι ως κίνδυνος («απειλείται ένοπλη σύρραξη»)
αρχ.
1. προβάλλω κάτι ως υπόσχεση, υπόσχομαι
2. καυχιέμαι, κομπάζω
3. παθ. εκφοβίζομαι με απειλές
4. μέσ. απαγορεύω απειλώντας, απαγορεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι ετυμολόγοι δεν συμφωνούν αν το ρ. απειλώ προέρχεται από το ουσ. απειλή (Frisk) ή αν ισχύει το αντίθετο: απειλώ > απειλή (Chantraine). Ως προς την αρχική προέλευση του τ. υπάρχει ετυμολογική ασάφεια. Πιθ. να ξεκινά από τ. *απελ-ν- όπου το α προθεμ. < n (πρβλ. λεττ. pelt «βρίζω, συκοφαντώ», γοτθ. spill «παράδοση, μύθος», αρμεν. aras-pel «παράδοση, παροιμία»). Η ταύτιση του τ. απειλώ με το απ-ειλώ (< ειλέω) «συγκρατώ, τραβώ πίσω» αίρεται από τη σημασία του τ. «καυχώμαι, υπόσχομαι». Η συνήθης σημ. του ρ. είναι «φοβερίζω» (Όμηρ., Ιων. -Αττ.), χρησιμοποιείται όμως και με την έννοια του «επιχειρώ, τολμώ», από την οποία προήλθαν οι σημασίες «υπόσχομαι, καυχώμαι» (Όμηρ.). Ο τ. απειλή απαντά συνήθως στον πληθ. και σημαίνει «κομπασμοί», αλλά η κύρια σημ. της λ. είναι «φοβέρα» (Όμ., Ιων. -Αττ.).
ΠΑΡ. απείλημα, απειλητής, απειλητικός
αρχ.
απειλητήρ.
ΣΥΝΘ. ανταπειλώ, επαπειλώ
αρχ.
διαπειλώ, εναπειλώ, εξαπειλώ, καταπειλώ προαπειλώ, προσαπειλώ, προσεπαπειλώ, συναπειλώ, υπαπειλώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απειλώ — απειλώ, απείλησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απειλώ — απείλησα, απειλήθηκα, φοβερίζω, εκστομίζω απειλές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπειλῶ — ἀπειλέω keep away pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀπειλέω keep away pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀπειλέω 1 keep away pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀπειλέω 1 keep away pres ind act 1st sg (attic epic doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπείλω — ἀφαιρέω take away from aor ind mid 2nd sg (ionic) ἀπειλέω 1 keep away aor subj act 1st sg ἀπειλέω 1 keep away pres subj act 1st sg ἀπειλέω 1 keep away pres ind act 1st sg ἀπειλέω 1 keep away aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαπειλώ — (AM ἐπαπειλῶ, έω) επισείω κάτι ως απειλή, απειλώ, φοβερίζω («ἔπειτ ἐμοὶ τὰ δείν ἐπηπείλησ ἔπη», Σοφ.) νεοελλ. απρόσ. επαπειλείται επίκειται, επικρέμαται ως απειλή ή κίνδυνος αρχ. 1. απλώς απειλώ, φοβερίζω 2. (με απρμφ. μέλλ.) απειλώ ότι θα κάνω… …   Dictionary of Greek

  • αναπειλώ — ( έω) (Μ ἀναπειλῶ) [ἀπειλῶ] (ενεργ. και μεσ.) απειλώ, φοβερίζω …   Dictionary of Greek

  • βρίμη — βρίμη, η (Α) 1. ισχύς, δύναμη 2. μυκηθμός, βρυχηθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βρίμη ανήκει σε μια ομάδα λέξεων εκφραστικών και σπάνιων και είναι πιθ. ονοματικό παράγωγο σε μ τού βρι (πρβλ. βριαρός, βρίθω). Ο προσδιορισμός της ακριβούς σημασίας τέτοιων… …   Dictionary of Greek

  • διαπειλώ — διαπειλῶ ( έω) (Α) [απειλώ] απειλώ έντονα …   Dictionary of Greek

  • καταπειλώ — καταπειλῶ, έω (AM) (επιτ. τ. τού απειλώ) μσν. μέσ. καταπειλοῡμαι, έομαι απειλώ, φοβερίζω κάποιον με κάτι αρχ. εκτοξεύω απειλές, ξεστομίζω απειλητικά λόγια εναντίον κάποιου («πολλὰ ἔπη κατηπείλησαν», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • προεπανασείω — Α απειλώ, εκφοβίζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπανασείω «υψώνω απειλητικά, απειλώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”